Στα στενά του Τσερνόμπιλ μια
σκιά περπατάει
Κουβαλάει τα προικιά της και
το βιος της σκορπάει
Μέσα στο παρελθόν της άδειο μέλλον
τρυπώνει
Τις ζωές των παιδιών της Άδης τις καμαρώνει
Του κόσμου το στερέωμα χάσκει
αποδομημένο
Ερημωμένη καταχνιά σε βλέμμα αγριεμένο
Πηγάδια που στερέψανε τα
πέρατα κερνάνε
Σκόνη θανάτου τίναξαν και σωθικά ξερνάνε.
Ψυχές που παλινόστησαν κι
ανάσες που κοπήκαν
Όνειρα που εγκλωβίστηκαν με
τα μυαλά θαφτήκαν
Υφαίστεια οι στεναγμοί μες
την λεκάνη γη
Ζωή υποκατάστατο κανένας δεν
θα βρει.
Κι εμείς; Εμείς βράδυ σαν
έρχεται το μέσα μας σκεπάζουμε
Μες τα σκληρά κελύφη μας
στιγμές καταχωνιάζουμε
Κρυμμένοι στα κονάκια μας από
μακρυά θωρούμε
Απόσταση απ’ τις φυλακές προσεκτικά κρατούμε.
Ζωές χωρίς εκτίμηση και
σεβασμό κανένα
Στη γη που μας ανέθρεψε θυσία
τα πεπραγμένα
Ψίχουλα συναισθήματα κι
εμπάθεια καμμιά
Αντάμα οδηγούμαστε στης γης
το πουθενά.
Πέταχ Τίκβα, 23/02/2013