Καφενείο
Στο καφενείο «Ο
ξεπεσμός» γνώρισα δυό αστέρια,
Στο πλάι τους
καθότανε μία ξανθιά αιθέρια
Σαν χόρευε, η άνοιξη
φύτρωνε απ’ τις γρίλλιες
Τα αστέρια λίγωναν γι
αυτήν χορεύοντας καντρίλιες.
Δίπλα τραπέζι ο θάνατος αχόρταγα κοιτούσε
Τα χρώματα της
άνοιξης με ζήλεια τα γροικούσε
Σαν λικνιζόταν χαρωπή
τα φύλλα της σκορπούσε
Ο θάνατος θανατικό
κάπνιζε και βογκούσε.
Πιο βαθειά μες την
αίθουσα ο έρωτας πιωμένος
Με την γραβάτα ανοικτή
κοιτούσε σαν χαμένος,
Δύο χειμώνες κάθονταν
στο απέναντι τραπέζι
Κοιτάζοντας
περίεργα έρωτα να τους παίζει.
Γκαρσόνι στ’ άσπρα ο
χιονιάς ντυμένος πιγκουίνος
Το βιος του κέρδιζε
θαρρείς βαμμένος αρλεκίνος
Στον κεραυνό
σερβίρισε μια μερίδα ειρήνη
Μπουμπουνητά
ακούγονταν σαν μοίραζε ευθύνη.
Κάπου στα ξημερώματα
ο θάνατος μεθάει,
Όλα της φύσης τα
στοιχειά θάνατο τα κερνάει,
Με μιας παγώνει ο
έρωτας, τα δυό αστέρια σβήνουν,
Άνοιξη και
μπουμπουνητά σε μια καρέκλα φθίνουν.
Μια νύχτα διασκέδασης
στο μηδέν καταλήγει
Την επομένη εξέλειψαν
με μιας όλα τα είδη
Το καφενείο πτώχευσε,
του βάλαν και ταμπέλα,
« Μας δίδαξεν ο θάνατος πως η ζωή είναι τρέλα».
Νίνα Μαγ.