Το μέρος σχεδόν πάντα οικείο
-αν και κρύο-,
Τεστοστερόνη σε περίσσεια
Ξεπλυμένη με καφέ,
Περιλουσμένη διάχυτη μια γοητεία
Εκεί που χάνεται το σήμερα στο χθες.
Μάρμαρα στοιβαγμένα σε ίσιες στήλες
Έρμαια σε επικείμενο σεισμό,
Βυζαντινή γραφή και άσπρο χρώμα
Που σκιάζει και τον πιο θαρραλέο στρατηγό!
Ξανθό μαλλί, γαλάζια μάτια
Ελληναράς με μπράτσα αδρά.
Γλυκά τα ονείρατά του, πλάνα,
Μακριά τον ταξιδεύουν τακτικά.
Ανήσυχος στο πνεύμα και στο σώμα
Ξεχώριζε απ’ όλους στα γιατί,
Το πνεύμα του συχνά αναδευόταν
Σε μια άπατη δίνη, αυτοκαταστροφική.
Λατρεύει την ΠΑΝΑΘΑ
Κι ήταν αλήθεια τόσο αστεία
Στα μάτια μου
Η εμμονή του αυτή!
Τους ήσυχους πελάτες του σεβότανε
Φροντίζοντας να μάθει απ’ αυτούς.
Το κατακάθι της ζωής τους ενστερνιζότανε
Μπας κι αποφύγει τους αγιάτρευτους καημούς.
Τα μάτια έκλεινε τραβώντας τζούρες
Παραδομένος σ’ ένα πάθος του τρελό.
Πότε ένας έρωτας –μια ακόμα πλάνη-
Τον τράβαγε έξω απ’ τον κόσμο αυτό.
Τον γνώρισα στη φάση Που η καρδιά του
Είχε πλεχτεί μαζί μ’ Εκείνης που του πήρε τα μυαλά..
Φρένο προσπάθησα να βάλω στα όνειρά του
Που είχαν αντίκτυπο στης μοίρας τα ιερά.
Μάταια έδινα εγώ την συμβουλή μου
Που’ χε σαν βάση της ζωής τα λογικά.
Ζωγράφος ξακουστός αν θες να γίνεις
Πρέπει απ’ τα πάθη σου ν’ απέχεις σθεναρά
Ο συνδυασμός της νικοτίνης με την καφείνη
Θανάσιμος κίνδυνος είναι για την αδρεναλίνη
Και κινδυνεύεις από ζωγράφος
Αλλοπαρμένος ποιητής εσύ να γίνεις
Και την κατάντια μου να χεις κληρονομιά
Μια Κυριακή απόγευμα αντί να ζωγραφίζεις
Στιχάκια να απλώνεις στη σειρά..